- μανταρίνος
- οβλ. μανδαρίνος, ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… … Dictionary of Greek
μανδαρίνος — μανδαρίνος, ο και μανταρίνος, ο (λ. ινδ.) 1. τίτλος που απένειμαν οι αυτοκράτορες της παλιάς Κίνας στους ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους της χώρας. 2. μτφ., γραφειοκράτης ανώτερος υπάλληλος σχολαστικά προσκολλημένος στους τύπους ή την παράδοση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)